Κυριακή, Ιανουαρίου 22, 2017

Οπισθόφυλλο

Συστηματικά στο μηδέν,
κάθομαι και κοιτάζω σα χάνος,
αντί να γυρίσω την πλάτη στα Γερμανικά ξερατά,
και τα στητό, άψυχο στρατιωτικό περπάτημα

και μαζεύω τα ψίχουλα,
από ένα τραπέζι στρωμένο για άλλον,
δίνοντας, όποτε μου ζητηθεί, πιστά,
μικρές ενέσεις επιβεβαίωσης.

Εφευρίσκοντας εξηγήσεις,
για να κάθομαι γαντζωμένος,
εκει που δε με θέλουν,
και δε με θέλησαν.

Αυτοεξόριστος,
στο λαβύρινθο που ύφανα,
συλλέκτης απογοητεύσεων,
και μηνυμάτων που δεν ήρθαν ποτέ

Ή που έρχονται κοφτά,
και αργά τα αφήνω να κυλήσουν πάνω μου,
σαν ξύδι που σφουγγίζω στην πληγή
που κρατώ ανοικτή μονάχος μου.

Κι αυτό, φίλοι μου,
είναι το οπισθόφυλλο μιας ιστορίας,
που ΄τανε ναι ιστορία αγάπης,
στη φαντασία μου.

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2016

Σε γιόρτασα μόνος μου

Σε γιόρτασα μόνος μου.
Σου πήρα μπισκότα για τον πρωινό σου καφέ,
σου'στρωσα τα καθαρά μπλε σεντόνια στο κρεβάτι,
και καθάρισα το μπάνιο να μοσχοβολάει.
Ετοίμασα το φαγητό, και σου έβγαλα το μεγάλο κομμάτι πιτα στο πιάτο.
Δυο κεριά τρεμόπαιζαν στη γωνία, κάτω από το μεγάλο πίνακα,
και δυο ποτήρια κόκκινο κρασί κοιταζόντουσαν στο τραπέζι.
Διαβάσαμε μαζί φιλοσοφία, και μιλήσαμε για το νόημα της ζωής,
και για εμάς, και για τον κόσμο, και για το δικό μας κόσμο.
Γελάσαμε και η ζωή είχε τη γλύκα της προσμονής,
και η στιγμή την απεραντότητα του έρωτα.
Και τώρα θα σε αφήσω, πάλι μόνος μου.

Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Λαβύρινθος

Γοργή, μα αβέβαιη του νου η περπατησιά
βήματα ακούω πα' σε φύλλα ξεραμένα,
τώρα τα μάτια σου τριαντάφυλλα μαβιά,
τώρα στεγνά, και σκοτεινά, και μαραμένα.


Στο δάσος τρέχεις και τ' αγκάθια που πατάς
όλο σε γδέρνουν κι ειν' τα πόδια ματωμενα.
Φωνάζω, γνέφω, μα δε βλέπεις κι αν κοιτάς,
ίσκιοι απο δένδρα σ' αγκαλιάζουν στοιχειωμένα.

Μες στο λαβύρινθο που χάνεσαι, ακριβή
είναι η κραυγή σου που ακούω για βοήθεια;
Ή ειναι του πόνου μια κραυγή σπαρακτική
καθώς αγρίμια σου ξεσκίζουνε τα στήθια;

Κινώ να πω για μονοπάτια που' χω δει,
μα ευθύς βρυχάσαι, κι η ματιά σου μ' αγκυλώνει,
πως δεν υπάρχει μονοπάτι θα μου πεις
τέτοια αφέλεια παιδική, πως σε θυμώνει.

Πώς με τραβά το μονοπάτι σου, Κυρά..
ξυπνώ, κοιμάμαι, και στο νου μου ειν' η μορφή σου
θέλω να γίνω μονοπάτι να διαβείς
και πλάι στ' αγρίμια να πλαγιάσω εγώ μαζι σου.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2014

Όρκος (πρόχειρο)

Όρκο στη μνήμη σου,
όρκο στο μνήμα στον Ασώματο, που ξεκουράζεται αποκαμωμένο το κορμί σου,
όρκο στα δουλεμένα χέρια σου, που τα κανε ο καιρός πετσί και κόκαλο, 
μα που αυτή σου την ψυχή δεν τηνε κέρδισε,
κι έβλεπες ως το τέλος τη σπίθα στα βαθουλωμένα μάτια.

Να μαι περήφανος,
κι απέναντι σε κάθε πρόκληση,
να δίνω τον αγώνα άφοβα με το χέρι υψωμένο γροθιά,
κι ας σφίγγω τη στέρηση στο στομάχι μου, 
για να στάξω νερό στους που μ'έχουν ανάγκη.

Παίρνοντας δύναμη,
απο το χώμα του αγαπημένου τόπου μας,
που μέρος του είσαι πια κι εσύ,
να χτίσω μια ζωή που αν έβλεπες απο ψηλά,
θα στόλιζες με το χαμόγελό σου.

Κι όταν κιοτεύω,
ή νιώθω αδύναμος, ή χάνω τον προσανατολισμό μου για "πλαστα" θέλω τρίτων,
να σκέφτομαι πως αυτά τα χέρια, αυτά τα μάτια, 
μα πιότερο αυτή η ψυχή,
έχουνε περάσει πόλεμο και πείνα,
έχουνε ξεθάψει αγαπημένους που τους φύτεψε στη γη το βόλι του εχθρού,
κι ΄όμως μπορέσανε.

Κι όταν το φέρει η τύχη κι ο καιρός,
σε αυτά τα άγια χώματα, που απο σήμερα είναι λες λιγάκι πιο αγιασμένα,
να σεργιανάει ενα μικρό που, ανίδεο το ίδιο,
θα κουβαλάει μέσα του την ίδια σπίθα, την ίδια περηφάνια, την ίδια αυταπάρνηση,
και τελικά την ίδια αγάπη για τον τόπο του, και δίψα για ζωή.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2013

Ταρανδοκεφαλή


Στο δίπλα σπίτι έχει σημάνει πανικός,
ώρα δεν έχει που εκλήθη η αστυνομία,
τα σχόλια λίγα, ο αρχηγός λακωνικός,
μα τα κανάλια κάνουν λόγο για ληστεία.

Το θύμα μόνο, σε δωμάτιο αδειανό
που είναι συνάμα ασφυκτικά κατηλειμμένο
απ'το δικό του, το ανυπέρβλητο Εγώ,
μοιάζει φιγούρα τραγική -- συντετριμμένο.

Ψηλά στον τοίχο, η απουσία εμφανής
το μαρτυρά ο αποχρωματισμός στην πέτρα
τρόπαιο εκλάπη, μια Ταρανδοκεφαλή
σαρανταπέντε επί ογδόντα σαντιμέτρα.

Γνώμες αντάλλαξαν, αυτόκλητοι ειδικοί, 
για εξτρεμιστές έκανε λόγο η αστυνομία,
για ξένα κέντρα, οι συνομωτες της σειράς,
κι άλλοι τον Τάρανδο εγκαλέσαν για ανταρσία.

Στα πάνελ (πάντα) πρυτανεύει η λογική
κι η κριτική που εξ'αρχής είχαν ασκήσει
"Πώς να χωρέσει νους κοινός, η κεφαλή,
γρασίδι φρέσκο πως λαχτάραε να βοσκήσει;"

Τι είχε δικό της ότι θα'θελε ο καθείς,
βερνίκι φρέσκο της περνούσε κάθε μήνα,
και κάθε τρίμηνο την άλοιφε κερι,
που ειχε πανάκριβα αγοράσει απ΄την Αθήνα.

Μήπως θα πρέπει ο δυστυχής, απ΄την αρχή
απ'το πατάρι τη μπογιά να κατεβάσει
και σαν μπορέσει, νέο έκθεμα να βρει
φρέσκο βερνίκι το Εγώ του να περάσει;

Ή μήπως λες θα καταλάβει τελικά
και βίωμά του θα το κάνει ή και στίχο,
πόσο συνήθης, μα κι ανθρώπινη βαθιά
ειν'η ανασφάλεια που φάνηκε στον τοίχο;

Κι η κεφαλή, που να'ναι τώρα στα σωστά;
Στολίζει μήπως κάποιου άλλου το σαλόνι
ή έβγαλε πόδια και στο πάρκο ροβολά
κι είναι γεμάτη από τη λάσπη και τη σκόνη;

Τι είναι κι οι λάσπες κι ο πεσμένος ο σοβάς,
δείγμα ζωής που έξω απ΄τη γυάλα μεγαλώνει
κι ειν'η ζωντάνια τους πρωτότυπη ομορφιά
που αλήθεια αξίζει ένας θνητός να καμαρώνει.

Και σ'αυτή αν κάποτε ή σ'άλλη κεφαλή,
αφήσει χώρο το Εγώ του να γεμίσει
Ορθή, περήφανη, μα πάντα ανθρωπινή
θε ν'απλωθεί πάνω στον τοίχο, και ν΄ανθίσει.

Πέμπτη, Μαΐου 31, 2012

Δίνη



Δυο εβδομάδες γίναν χρόνια.
Με μεγεθυντικό φακό
ψάχνεις να βρεις το μαγικό.

΄Υπουλος νους που τις συγκρίσεις,
τις κάνει εκ του πονηρού.
Πως με παιδεύει αυτός ο νους..

Και να! στα ξένα ταξιδεύει,
δίχως εικόνα το μυαλό,
κι όμως της γνέφει: στο καλο!

Ή μήπως γνέφει: γύρνα πίσω!
σε μια μορφή φανταστική,
που υπήρξε μόνο μια στιγμη;

Δε θα το μάθουμε· το ξέρω (;)

Σάββατο, Ιουνίου 06, 2009

Είναι μονάχα η συνήθεια;

Κλείσε της σκέψης σου το δρόμο,
μη μπει σα φως μες στο κελί σου
και διαταράξει τη σιωπή σου
και τον που σε ορίζει νόμο

Φόρα σφικτά τις παρωπίδες, 
κόβουν οι αλήθειες σα λεπίδες, 
κάνε το λογισμό σου λέξεις
πού ξέρεις; Ίσως τον πιστέψεις.

Μα ποιός ο λόγος, πες μου αλήθεια
που τόσο ν'αφεθείς φοβάσαι;
είναι μονάχα η συνήθεια
ή σε πονάει όταν κοιμάσαι;