Συστηματικά στο μηδέν,
κάθομαι και κοιτάζω σα χάνος,
αντί να γυρίσω την πλάτη στα Γερμανικά ξερατά,
και τα στητό, άψυχο στρατιωτικό περπάτημα
και μαζεύω τα ψίχουλα,
από ένα τραπέζι στρωμένο για άλλον,
δίνοντας, όποτε μου ζητηθεί, πιστά,
μικρές ενέσεις επιβεβαίωσης.
Εφευρίσκοντας εξηγήσεις,
για να κάθομαι γαντζωμένος,
εκει που δε με θέλουν,
και δε με θέλησαν.
Αυτοεξόριστος,
στο λαβύρινθο που ύφανα,
συλλέκτης απογοητεύσεων,
και μηνυμάτων που δεν ήρθαν ποτέ
Ή που έρχονται κοφτά,
και αργά τα αφήνω να κυλήσουν πάνω μου,
σαν ξύδι που σφουγγίζω στην πληγή
που κρατώ ανοικτή μονάχος μου.
Κι αυτό, φίλοι μου,
είναι το οπισθόφυλλο μιας ιστορίας,
που ΄τανε ναι ιστορία αγάπης,
στη φαντασία μου.